- προσαυξάνεται
- πρόσ-αὐξάνωincreasepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκριμα — το, ΝΜΑ [συγκρίνω] νεοελλ. 1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων 2. (πετρογρ.) μέρος τής φύσης ή τής σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες… … Dictionary of Greek
προσαυξάνω — και προσαυξαίνω προσαύξησα, προσαυξήθηκα, προσαυξημένος, μεγαλώνω ακόμα περισσότερο: Ο βασικός μισθός προσαυξάνεται με το επίδομα τριετίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)